- μπουρμπουάρ
- τοάκλ. βλ. πουρμπουάρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουρμπουάρ — και μπουρμπουάρ, το, Ν άκλ. φιλοδώρημα που δίνεται είτε για την παροχή υπηρεσιών είτε ως ένα επί πλέον τής οφειλόμενης αμοιβής ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pourboire «φιλοδώρημα» < γαλλ. φρ. pour boire «για να πιεις»] … Dictionary of Greek